πλατυλογχος

πλατυλογχος
    πλατύλογχος
    πλᾰτύ-λογχος
    2
    (ῠ) с широким острием
    

(ἀκόντια Arph.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "πλατυλογχος" в других словарях:

  • πλατύλογχος — ον, Α 1. αυτός που έχει πλατιά αιχμή («πλατύλογχα ἀκόντια», Αριστοφ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πλατύλογχον λόγχη με πλατιά αιχμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + λογχος (< λόγχη)] …   Dictionary of Greek

  • πλατυλόγχων — πλατύλογχος broadpointed masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατύλογχα — πλατύλογχος broadpointed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατύ- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, ὁλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πλατύς με σημ. «φαρδύς, ευρύς, παχύς, πληθωρικός, μεγάλος, άνετος». Στο επίθ. πλατύς ανάγονται και ορισμένοι ξεν. επιστημονικοί όροι που… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»